- ασώρευτος
- η , ο [ος , ον ] несобранный, разбросанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασώρευτος — η, ο αυτός που δεν είναι συναθροισμένος σε σωρό, ασυσσώρευτος … Dictionary of Greek
αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… … Dictionary of Greek
ασώριαστος — η, ο 1. ασώρευτος, ασυσσώρευτος 2. αυτός που δε σωριάστηκε κάτω, που δεν κατέρρευσε 3. (για ανθρώπους) εκείνος που δεν έχει καταπέσει … Dictionary of Greek
ασώριαστος — ασώριαστος, η, ο και ασώρευτος, η, ο αυτός που δε συγκεντρώθηκε σε σωρούς: Είχαν ακόμη το στάρι ασώριαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)